ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντοσεντίζω (ρ.) ντοζετίζω [doseˈtizo] Σινασσ. τοσατίζω [tosaˈtizo] Ποτάμ. τοσ̑ατίζω [toʃaˈtizo] Φάρασ. ντοσετώ [doseˈto] Σινασσ. Αόρ. Υποτ. ντο̈σ̑εdίσ’ς [døʃe'dis] Τσουχούρ. Μτχ. ντοσετισμένο [dosetizˈmeno] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. döşemek (< παλ. τουρκ. töşe-) = α) στρώνω β) επιπλώνω.
1. Στρώνω χαλί ή πλακόστρωτο ό.π.τ. : 'ς το 'μόν ντο qονάχι σο σον ντo qονάχι χαλίδα να ντο̈σ̑εdίσ’ς (από το παλάτι μου στο παλάτι σου χαλιά να στρώσεις) Τσουχούρ. -Dawk. Τοσατίναμε το καμάρι μας (Στρώναμε την κάμαρά μας) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328
2. Επιπλώνω Σινασσ.
β. Η μτχ., επιπλωμένος Σινασσ.