ντοσεντίζω
(ρ.)
ντοζετίζω
[doseˈtizo]
Σινασσ.
τοσατίζω
[tosaˈtizo]
Ποτάμ.
τοσ̑ατίζω
[toʃaˈtizo]
Φάρασ.
ντοσετώ
[doseˈto]
Σινασσ.
Αόρ. Υποτ.
ντο̈σ̑εdίσ’ς
[døʃe'dis]
Τσουχούρ.
Μτχ.
ντοσετισμένο
[dosetizˈmeno]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. döşemek (< παλ. τουρκ. töşe-) = α) στρώνω β) επιπλώνω.
1. Στρώνω χαλί ή πλακόστρωτο
ό.π.τ.
:
'ς το 'μόν ντο qονάχι σο σον ντo qονάχι χαλίδα να ντο̈σ̑εdίσ’ς
(από το παλάτι μου στο παλάτι σου χαλιά να στρώσεις)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Τοσατίναμε το καμάρι μας
(Στρώναμε την κάμαρά μας)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
2. Επιπλώνω
Σινασσ.
β.
Η μτχ., επιπλωμένος
Σινασσ.