ντονμές
(ουσ. αρσ.)
ντο̈νμές
[dønˈmes]
Τσελτ.
Aπό το τουρκ. ουσ. dο̈nme = α) στροφή, μεταστροφή β) προσήλυτος στο Ισλάμ από άλλη πίστη.
Εξισλαμισμένος Χριστιανός
Συνών.
γυρίζω