ντοσεμές
(ουσ. αρσ.)
ντοσεμέ
[doseˈme]
Σινασσ.
Πληθ.
ντοσεμέδια
[doseˈmeðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. döseme = α) πάτωμα, πλακόστρωτο β) έπιπλα.
1. Πλακόστρωτο
2. Στον πληθ., έπιπλα, στρωσίδια