ντοσέκι
(ουσ. ουδ.)
ντοσέκ'
[doˈsek]
Σινασσ., Φλογ.
ντӧσ̑έγι
[døˈʃeʝi]
Ουλαγ.
ντουσέκ
[duˈsek]
Τελμ.
ντοσ̑άτσ'
[doˈʃats]
Μισθ.
τοσ̑έκι
[toˈʃeci]
Αφσάρ., Φάρασ.
τοσέκ'
[toˈsek]
Τροχ.
τοσ̑άτσ̑ι
[toˈʃatʃi]
Φάρασ.
ντϋσάτσ̑'
[dyˈsatʃ]
Μισθ.
τοσάτι
[toˈsati]
Τσουχούρ.
Πληθ.
ντӧσ̑έκια
[døˈʃeca]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ντοσέκιν = στρώμα, κρεβάτι, ο χώρος όπου κάποιος μπορεί να πλαγιάσει προς ύπνο, το οπ. από το παλ τουρκ. ουσ. dο̈şek (< töşe-) = στρώμα (Shurukov 2015: 225), όπου και διαλεκτ. τύπ. düşek και töşek (THADS, λ. düşek I, TSS, λ. töşek).
1. Στρώμα
Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Σαμπάχλαι σ̑ηκούται ασ' σο ντοσέκ'
(Νωρίς το πρωί σηκώνεται από το στρώμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πιάνισκαμ’ ένα γαϊδούρι, πέτανα,’ πάνω τ’ το ντουσέκ και παίνισκαμ’ μπαραbάρ'
(πιάναμε ένα γαϊδούρι, πατούσαμε πάνω του το στρώμα, το εφίππιο, και πηγαίναμε μαζί)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πήραμ' 'π' 'α στρώση, 'α γιοργάνι, τοσάτι, προστσέφα, τσαι 'π' 'α χαριένι να ψαίνουμ' φαΐ
(Πήραμε από ένα στρωσίδι, ένα πάπλωμα, στρώμα, μαξιλάρι, και από ένα καζάνι να ψήνουμε φαΐ.)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Έλα Παρασκένα μ', λέ', ας σι ράψου ένα γιοργάν', ας σι ράψου τσ' ένα ντϋσάτσ̑'
(Έλα Παρασκευούλα μου, λέει, ας σου ράψω ένα πάπλωμα, ας σου ράψω κι ένα στρώμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Tου τζ̑ο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσ̑άτσ̑ι τσαι σ̑ένει σην μπροστσ̑έφα
(Όποιος δεν βρίσκει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκεφάλι˙ Για όσους λόγω ισχύος παρεμβάλλονται και δεν αφήνουν τους άλλους να μιλήσουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιατάκι, ρούχο, στρώμα, στρώση, ντοσέκι :1
3. Μακρύς καναπές αποτελούμενος συνήθως από μαξιλάρες
Τροχ.
:
Να ποίκω κι εγώ κανά δυο τοσέκια μινdέρια
(αθ φτιάξω κι εγώ κανά δυο καναπέδες με μαξιλάρες)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
4. Ειδικότ., στρώμα κοπριάς
Αξ.