ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στρώμα (ουσ. ουδ.) στρώμα [ˈstroma] Ανακ., Ποτάμ. Αρχ. ουσ. στρῶμα.
Στρώμα ό.π.τ. : Μ’ ένα στρώμα ξέβαμε. Τούρκα κάτσαν σα σπίτια μας (Μ' ένα στρώμα φύγαμε, Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια μας) Ανακ. -Cost. Ξέβαν στρώματα, και κοιμήθανε (Βγάλανε στρώματα και κοιμηθήκανε) Ποτάμ. -Dawk. Συνών. γιατάκι, ντοσέκι, ρούχο, στρώση