στυφίδα
(ουσ. θηλ.)
στυφίδα
[stiˈfiða]
Φάρασ.
Ουδ.
στυφίδ'
[stiˈfið]
Σίλατ.
Από το επίθ. στυφός και το παραγωγ. επίθμ. -ίδα.
Είδος εδώδιμου χόρτου, ξινήθρα (οξαλίδα, Oxalis pes-caprae)
ό.π.τ.
:
Πήγανι σα μαγαράδα να τ͑οπλατίσουνι στυφίδινις, ξινίθρες, χόρτα ξινίθρες, ξαδέρφια με τα λάπατα, ναι, να τ͑οπλατίσουν στυφίδις
(Πήγανε στις σπηλιές να μαζέψουν στυφίδες, ξινίθρες, χόρτα ξινίθρες, ξαδέρφια με τα λάπατα, ναι, να μαζέψουν στυφίδες)
Φάρασ.
-VLACH