στρωσώνα
(ουσ. ουδ.)
σ̑τρωσ̑ώνα
[ʃtroˈʃona]
Φλογ.
Από το ουσ. στρώση και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Το μέρος όπου φυλάσσονται τα στρωσίδια
:
Σο τουντουρόσ̑’λο είχισκαμ’ το σ̑τρωσ̑ώνα
(Στο δωμάτιο με το ταντούρι είχαμε την θήκη για τα στρωσίδια)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191