στρογγυλίζω
(ρ.)
στρογγυλίζου
[stroŋɟiˈlizu]
Δίλ.
Αόρ.
στρογγύλισα
[stroˈŋɟilisa]
Ανακ.
Εν. Παθ. Αόρ. γ΄
στρογγυλίστα
[stroŋɟiˈlista]
Ανακ.
Μεταγν. ρ. στρογγυλίζω.
2. Για το φεγγάρι, γίνομαι πλήρης, γεμίζω
ό.π.τ.
:
Στρογγυλίζ' φένgος
(Γεμίζει το φεγγάρι)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Το φεγγάρι στρογγύλισεν
(Το φεγγάρι γέμισε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025