ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στρογγυλίζω (ρ.) γ' Εν. στρογγυλίζ' [stroɟiˈliz] Δίλ. Αόρ. Εν. γ' στρογγύλισεν [stroˈɟilisen] Ανακ. Εν. Παθ. Αόρ. γ' στρογγυλίστην [stroɟiˈlistin] Ανακ. Μεταγν. ρ. στρογγυλίζω.
1. Κάνω κάτι στρογγυλό Ανακ. Συνών. γιουβαρλαντίζω :3, τεκερλετίζω :1, τοπαρλατίζω
2. Για το φεγγάρι, γίνομαι πλήρης, γεμίζω ό.π.τ. : Σρογγυλίζ' φέγγος (Γεμίζει το φεγγάρι) Δίλ. -Κωστ.Μ. Το φεγγάρι στρογγύλισεν (Το φεγγάρι γέμισε) Ανακ. -Κωστ.Α.