στρογγυλίζω
(ρ.)
γ' Εν.
στρογγυλίζ'
[stroɟiˈliz]
Δίλ.
Αόρ. Εν. γ'
στρογγύλισεν
[stroˈɟilisen]
Ανακ.
Εν. Παθ. Αόρ. γ'
στρογγυλίστην
[stroɟiˈlistin]
Ανακ.
Μεταγν. ρ. στρογγυλίζω.
2. Για το φεγγάρι, γίνομαι πλήρης, γεμίζω
ό.π.τ.
:
Σρογγυλίζ' φέγγος
(Γεμίζει το φεγγάρι)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Το φεγγάρι στρογγύλισεν
(Το φεγγάρι γέμισε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.