ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στρογγυλίζω (ρ.) γ΄ Εν. στρογγυλίζ' [stroɟiˈliz] Δίλ. Αόρ. Εν. γ΄ στρογγύλισεν [stroˈɟilisen] Ανακ. Εν. Παθ. Αόρ. γ΄ στρογγυλίστην [stroɟiˈlistin] Ανακ. Μεταγν. ρ. στρογγυλίζω.
1. Για το φεγγάρι, γίνομαι πλήρης, γεμίζω ό.π.τ. : Σρογγυλίζ' φέγγος (Γεμίζει το φεγγάρι) Δίλ. -Κωστ.Μ. Το φεγγάρι στρογγύλισεν (Το φεγγάρι γέμισε) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Κάνω κάτι στρογγυλό Ανακ. Συνών. γιουβαρλαντίζω, τεκερλετίζω :1, τοπαρλατίζω
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025