στυλάρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑τυλάρ'
[ʃtiˈlar]
Αξ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. στυλάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. στύλος.
Στήριγμα του μάγγανου του πηγαδιού
ό.π.τ.