στυφίζω
(ρ.)
Αόρ.
στύφ'σιν
[ˈstifsin]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. στυφίζω, το οπ. από το επίθ. στυφός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Γίνομαι στυφός
2. Μτφ., σκυθρωπιάζω