ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σύκο (ουσ.) Ουδ. σύκο ['siko] Φάρασ. σ̑ύκο [ˈʃiko] Φλογ. σύκου ['siku] Φάρασ. Αρσ. σύκος ['sikos] Φάρασ. Θηλ. σ̑ύκα ['ʃika] Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. Πληθ. Θηλ. σύκες [ˈsikes] Σεμέντρ. σ̑ύκες ['ʃices] Αραβαν., Σίλ., Φλογ. σ̑ύτσις ['ʃitsis] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. σῦκον. Ο τύπ. θηλ. σύκα από επανανάλυση του ουδ. πληθ. σύκα μέσω της τουρκ.
1. Το φρούτο σύκο ό.π.τ. : Απιδά σο σ̑ύκα αν φας ένα σ̑ύκα βγάλλεις ένα κέρατο (Από αυτή την συκιά να φας ένα σύκο βγάζεις ένα κέρατο) Φλογ. -Dawk. Nα φέρνει μήλα, σ̑ύτσις (Να φέρουν μήλα, σύκα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μαμμή βέμbει μου ένα σαλά σ̑ύκα κι απίρια (Η γιαγιά μου στέλνει ένα σάκκο σύκα και αχλάδια) -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Πήραμ' λίγο παμbάκ', λία σύκες, πορτακάλια (Αγοράσαμε λίγο μπαμπάκι, λίγα σύκα, πορτοκάλια) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 || Φρ. Γιριά νταντάνσε στα σύκες (Η γριά καλόμαθε στα σύκα˙ για τους πολύ απαιτητικούς) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 Συνών. ιντζίρι :1
2. Το δέντρο συκιά Αξ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. : Σο σύκον bάνου (Στην συκιά επάνω) Φλογ. -Ανδρ. Συνών. ιντζίρι :2
3. Ευφημητ., το αιδοίο Φάρασ. : || Ασμ. Το σύκο σου φταί’ 'α λίρα, έβκαλ’ τσ̑' εμέ α μοίρα ((Το σύκο σου αξίζει μιά λίρα, βγάλε και σε μένα ένα μερίδιο)) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. πιτίκα, πλακωτό :1, τσιλίκα, υλιστήρι
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025