ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σύκο (ουσ.) Ουδ. σύκο ['siko] Φάρασ. σ̑ύκο [ˈʃiko] Φλογ. σύκου ['siku] Φάρασ. Αρσ. σύκος ['sikos] Φάρασ. Θηλ. σ̑ύκα ['ʃika] Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. Πληθ. Θηλ. σ̑ύκες ['ʃices] Αραβαν., Σίλ., Φλογ. σ̑ύτσις ['ʃitsis] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. σῦκον.
1. Το φρούτο σύκο ό.π.τ. : Απιδά σο σ̑ύκα αν φας ένα σ̑ύκα (Πήδα στην συκιά να φας ένα σύκο) Φλογ. -Dawk. Nα φέρνει μήλα, σ̑ύτσις (Να φέρουν μήλα, σύκα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μαμμή βέμπει μου ένα σαλά σ̑ύκα κι απίρια (Η γιαγιά μου στέλνει ένα σάκκο σύκα και αχλάδια) -Ταλιανίδ.Ερωτημ. || Φρ. Γιριά νταντάνσε στα σύκες (Η γριά καλόμαθε στα σύκα˙ Για τους πολύ απαιτητικούς) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 Συνών. ιντζίρι :1
2. Το δέντρο συκιά Αξ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. : Σο σύκον μπάνου (Στην συκιά επάνω) Φλογ. -Ανδρ. Συνών. ιντζίρι :2
3. Ευφημητ., το αιδοίο Φάρασ. : || Ασμ. Το σύκο σου φται' 'α λίρα, έβκαλ' τσ̑' εμέ α μοίρα (Το σύκο σου αξίζει μιά λίρα, βγάλε και σε μένα ένα μερίδιο) Φάρασ. -Λαμπρ.