συμπαίνω
(ρ.)
συμbαίνω
[sim'beno]
Φάρασ.
Αόρ.
συνέμbα
[siˈnemba]
Φάρασ.
Απο το πρόθμ. συν- και το ρ. μπαίνω. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ρ. συμβαίνω.
Φτάνω, πλησιάζω
:
Συνέbαν τζαι τα δυό τουν σο βουρτώνιν κονdά
(Πλησίασαν και οι δυό τους κοντά στο μουλάρι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνέμbη 'νέμεσά τουν τσ̑αι παρακάλτσεν ντα ν'd' αφήκουν
(Πήγε κοντά τους και τους παρακάλεσε να το αφήσουν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.