συννύφισσα
(ουσ. θηλ.)
συννύφ'σσα
[siˈnifsa]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ.
σ̑υννύφ'σσα
[ʃiˈnifsa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Τσουχούρ., Φλογ.
συννύφτσα
[siˈniftsa]
Τελμ., Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. σύννυμφος = κουνιάδα και το επίθμ. -ισσα.
Συννυφάδα
ό.π.τ.
:
Πόμει μάνα μ' τσι θεία, τσι τρία συννύφ'σσες
(Απόμεινε η μάνα μου και η θεία μου και τρεις συννυφάδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ήτανε δύο συννύφτσες, η μία αγκλάdιζ̑ε από την κακιά ώρα και η άλλη δεν ξεύρισκε
(ήταν δυο συννυφάδες, η μιά καταλάβαινε από κακιά ώρα η άλλη δεν ήξερε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συννύφ'σσα μ’ Dέσποινα λέγ’, κι, μας πκούμ’ dάμα ένα ετλόικ λέγ’
(Η συννυφάδα μου η Δέσποινα λέει να κάνουμε μαζί την εσοδεία των κρεάτων)
Αραβαν.
-Φωστ.
Καθούσανdι τα δύου σ̑υννύφ’σσις σή θύρα
(Κάθονταν οι δύο συννυφάδες στην πόρτα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Είστ’ ανdί κάμι συννύφ’τσες, μο μαργαώνετε
(Είστε σαν κακές συννυφάδες, όλο μαλώνετε˙ Για ανθρώπους που συνεχώς μαλώνουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.