ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συννύφισσα (ουσ. θηλ.) συννύφ'σσα [siˈnifsa] Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ. σ̑υννύφ'σσα [ʃiˈnifsa] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Τσουχούρ., Φλογ. συννύφτσα [siˈniftsa] Τελμ., Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. σύννυμφος = κουνιάδα και το επίθμ. -ισσα.
Συννυφάδα ό.π.τ. : Πόμει μάνα μ' τσι θεία, τσι τρία συννύφ'σσες (Απόμεινε η μάνα μου και η θεία μου και τρεις συννυφάδες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήτανε δύο συννύφτσες, η μία αγκλάdιζ̑ε από την κακιά ώρα και η άλλη δεν ξεύρισκε (ήταν δυο συννυφάδες, η μιά καταλάβαινε από κακιά ώρα η άλλη δεν ήξερε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συννύφ'σσα μ’ Dέσποινα λέγ’, κι, μας πκούμ’ dάμα ένα ετλόικ λέγ’ (Η συννυφάδα μου η Δέσποινα λέει να κάνουμε μαζί την εσοδεία των κρεάτων) Αραβαν. -Φωστ. Καθούσανdι τα δύου σ̑υννύφ’σσις σή θύρα (Κάθονταν οι δύο συννυφάδες στην πόρτα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Είστ’ ανdί κάμι συννύφ’τσες, μο μαργαώνετε (Είστε σαν κακές συννυφάδες, όλο μαλώνετε˙ Για ανθρώπους που συνεχώς μαλώνουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.