ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συνόδι (ουσ. ουδ.) σ̑υνόι [ʃiˈnoi] Αξ. Από το μεσν. ουσ. συνόδιον, πβ. Νικόλ. Μεθων. Λόγ. δύο 1.9.18 «ἥκει πόρρωθεν παρεσκευασμένος συγχορεῦσαι τοῖς τὰ συνόδια ἑορτάζουσι».
Πανηγύρι : Να πάμ' 'ζ Μαλακαπιάς το σ̑υνόι (Να πάμε στης Μαλακοπής το πανηγύρι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. παναγύρι