ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συνξύνα (ουσ.) σϋξΰνι [syˈksyni] Αραβαν. σϋνξ̑ύνα [synˈkʃina] Δίλ. σϋνσΰνα [synˈsyna] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. süksün = σβέρκος, όπου και διαλεκτ. τύπ. sünsün. Οι τύπ. με αρκτ. ν- με αποβ. της αρκτ. συλλ. λόγω επανανάλυσής της ως πρόθ. εις.
1. Αυχένας, σβέρκος ό.π.τ. : || Φρ. Σϋνσΰνα τ' μύρ'σιν πιλέφ' (Ο σβέρκος του μύρισε πιλάφι˙ είναι ετοιμοθάνατος) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. γούβα, γουντούφα, κέρκελα, σφονδύλι, σφόνδυλος, νεξέ :1
2. Λαιμός Μισθ. : Αψ̑ίσκα αράπης έπιασεν ντο ασ’ το σϋξΰνι (αμέσως ο αράπης τον έπιασε από τον λαιμό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γαργαράς, γκιρτλάκι, γουργούρι, λάραγγο, μπογάζι, νεξέ :2