συνξύνα
(ουσ.)
σϋξΰνι
[syˈksyni]
Αραβαν.
σϋνξ̑ύνα
[synˈkʃina]
Δίλ.
σϋνσΰνα
[synˈsyna]
Μαλακ.
ναξ̑ά
[naˈkʃa]
Μισθ., Σίλ.
νιαξά
[ɲaˈksa]
Μισθ.
να̈ξα̈́
[næˈksæ]
Μισθ.
νεξέ
[neˈkse]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. süksün = σβέρκος, όπου και διαλεκτ. τύπ. sünsün. Οι τύπ. με αρκτ. ν- με αποβ. της αρκτ. συλλ. λόγω επανανάλυσής της ως πρόθ. εις.
1. Αυχένας, σβέρκος
ό.π.τ.
:
Ταύ'σιν μι να σ̑απλαχιά σ' νιαξά απάν'
(Μου έρριξε μιά σφαλιάρα στον αυχένα πάνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Δα πτάαρια μας ναξ̑ά κρούϊξαμ'
(Τα πόδια μας στον σβέρκο χτυπούσαμε˙ Τρέχαμε πολύ γρήγορα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σϋνσΰνα τ' μύρ'σιν πιλέφ'
(Ο σβέρκος του μύρισε πιλάφι˙ Είναι ετοιμοθάνατος)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
γούβα, γουντούφα, κέρκελα, σφονδύλι, σφόνδυλος
2. Λαιμός
Μισθ.
:
Αψ̑ίσκα αράπης έπιασεν ντο ασ’ το σϋξΰνι
(αμέσως ο αράπης τον έπιασε από τον λαιμό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τὄνα κλέφτους ξέβαλεν ένα μασ̑αίρ', χέκεν ντου σ'νεξέ μ'
(Ο ένας κλέφτης έβγαλε ένα μαχαίρι, μου το έβαλε στον λαιμό)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Συνών.
γαργαράς, γκιρτλάκι, γουργούρι, λάραγγο, μπογάζι :3