συνξύνα
(ουσ.)
σϋξΰνι
[syˈksyni]
Αραβαν.
σϋνξ̑ύνα
[synˈkʃina]
Δίλ.
σϋνσΰνα
[synˈsyna]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. süksün = σβέρκος, όπου και διαλεκτ. τύπ. sünsün. Οι τύπ. με αρκτ. ν- με αποβ. της αρκτ. συλλ. λόγω επανανάλυσής της ως πρόθ. εις.
2. Λαιμός
Μισθ.
:
Αψ̑ίσκα αράπης έπιασεν ντο ασ’ το σϋξΰνι
(αμέσως ο αράπης τον έπιασε από τον λαιμό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γαργαράς, γκιρτλάκι, γουργούρι, λάραγγο, μπογάζι, νεξέ :2