ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συντεκνιότη (ουσ. θηλ.) συντεκνιότη [sindeˈkɲoti] Ανακ. Από το ουσ. σύντεκνος και το παραγωγ. επίθμ. -ότη.
Κουμπαριά : || Ασμ. Κι εμείς με τον Ανδρόνικο έχουμ' αδελφοσύνη,
αδελφοσύν' 'κε μοναχό, έχουμ' και συντεκνιότη
(Εμείς με τον Ανδρόνικο έχουμε αδελφική φιλία,
όχι μόνο αδελφική φιλία, έχουμε και κουμπαριά)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374