συραίνω
(ρ.)
συραίνω
[siˈreno]
Σατ., Φάρασ.
Αόρ.
έσυρα
[ˈesira]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. σύρω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
Πυροβολώ
ό.π.τ.
:
Συραίνει το 'μόν το γκάρνο
(Πυροβολεί το δικό μου το ελάφι)
Φάρασ.
'στέρου ο γαμbρός μο τον νταδάν ντου έσυράν ντα το λαχτόρι
(Ύστερα ο γαμρός μαζί με τον πατέρα του τον πυροβόλησαν τον κόκορα)
Φάρασ.
-Dawk.
Συραίνουμ' τις Τσ̑ιφούτοι που τσ̑άστεψαν το Χριστό
(Πυροβολούμε τους Εβραίους που βασάνισαν τον Χριστό)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
δίνω, εμπυρίζω