ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συραίνω (ρ.) συραίνω [siˈreno] Σατ., Φάρασ. Αόρ. έσυρα [ˈesira] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. σύρω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
Πυροβολώ ό.π.τ. : Συραίνει το 'μόν το γκάρνο (Πυροβολεί το δικό μου το ελάφι) Φάρασ. 'στέρου ο γαμbρός μο τον νταδάν ντου έσυράν ντα το λαχτόρι (Ύστερα ο γαμρός μαζί με τον πατέρα του τον πυροβόλησαν τον κόκορα) Φάρασ. -Dawk. Συραίνουμ' τις Τσ̑ιφούτοι που τσ̑άστεψαν το Χριστό (Πυροβολούμε τους Εβραίους που βασάνισαν τον Χριστό) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Συνών. δίνω, εμπυρίζω