συχλιανίσκω
(ρ.)
σ̑ι̂χι̂λιανίσ̑κω
[ˈʃɯxɯʎaˈniʃko]
Αξ.
Από το άπαξ μεσν. ρ. συγχλιαίνω (Σχ. Αριστοφ. Λυσ. 386 «συγχλιανεῖς: Θερμανεῖς») αναλογ. προς άλλα ρ. σε -ιανίσκω. Το ρ. συχλιαίνω και στα Λεξ. Βλάχ. Σομ. και σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Κάνω το ζεστό νερό χλιαρό
Αξ.