ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σύχλιος (επίθ.) σ̑ύχλιo [ˈʃixʎo] Αραβαν. σι̂χ̇ίλιo [ʃɯˈxɯʎo] Αξ. Νεοτ. επίθ. σύχλιος (Λεξ. Γερμ. Πόρτ. Βλάχ.), το οπ. από το πρόθμ. συν- και το επίθ. χλίος (Ανδριώτης 1983).
Χλιαρός ό.π.τ.
Συνών. χλιός
Τροποποιήθηκε: 07/07/2025