σύχλιος
(επίθ.)
σ̑ύχλιo
[ˈʃɯxʎo]
Αραβαν.
σι̂χ̇ίλιo
[ʃɯˈxɯʎo]
Αξ.
Νεοτ. επίθ. σύχλιος =χλιαρός (Λεξ. Γερμ. Πόρτ. Βλάχ.), το οπ. από το πρόθμ. συν- και το επίθ. χλίος (Ανδριώτης 1983)
Χλιαρός
ό.π.τ.
Συνών.
χλιός