σφάζω
(ρ.)
σφάγνω
[ˈsfaɣno]
Αξ., Ουλαγ., Φλογ.
σφάκνω
[ʹsfakno]
Αφσάρ.
σφάχνω
[ˈsfaxno]
Τελμ., Φερτάκ.
φσάζω
[ˈfsazo]
Σινασσ., Φλογ.
φσάγνω
[ˈfsaɣno]
Φάρασ.
φσάκνω
[ˈfsakno]
Φάρασ.
φάγνω
[ˈfaɣno]
Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ.
φάχνω
[ˈfaxno]
Αραβαν., Φερτάκ.
σάζου
[ˈsazu]
Μισθ.
σάγνω
[ˈsaɣno]
Ανακ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
σάγνου
[ˈsaɣnu]
Μισθ.
σάγου
[ˈsaɣu]
Μισθ., Τσαρικ.
Παρατατ.
έφσαζα
[ˈefsaza]
Φάρασ.
έβσαζα
[ˈevsaza]
Φάρασ.
σφάιζα
[ˈsfaiza]
Τσαρικ.
σάγιξα
[ˈsaʝiksa]
Μισθ.
σφάγνισ̑κα
[ˈsfaɣniʃka]
Αραβ.
σάγνισ̑κα
[ˈsaɣniʃka]
Μισθ., Φλογ.
Αόρ.
έσφαξα
[ˈesfaksa]
Αξ.
έφσαξα
[ˈefsaksa]
Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ.
έβσαξα
[ˈevsaksa]
Μισθ., Φάρασ.
έσαξα
[ˈesaksa]
Μισθ., Φάρασ.
έφαξα
[ˈefaksa]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ.
Υποτ.
σφάξω
[ˈsfakso]
Αξ.
φσάξω
[ˈfsakso]
Φάρασ.
φάξω
[ˈfakso]
Γούρδ., Ουλαγ.
σάξου
[ˈsaksu]
Μισθ.
Προστ. Εν.
σφάξε
[ˈsfakse]
Αξ.
σφακ
[sfak]
Φάρασ.
φάξε
[ˈfakse]
Ουλαγ.
σάξε
[ˈsakse]
Φάρασ., Φλογ.
σακ
[sak]
Φάρασ.
Πληθ.
σάξετε
[ˈsaksete]
Φάρασ.
Παθ. Υποτ.
φσαχτώ
[fsaˈxto]
Φάρασ.
Μτχ.
φαγμένο
[faɣˈmeno]
Γούρδ.
φσαγμένο
[fsaɣˈmeno]
Φάρασ.
Από το αρχ. σφάζω. Ακολούθησαν διάφοροι μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. και έτσι προέκυψαν τα θ. σε -γν- και -γ-. Οι τύποι με φσ- με μετάθ. του [s]. Οι τύποι με σα-. Οι τύποι με σα- και φα- με απλοποίηση του συμφωνικού σύμπλ. (για τις κατά τόπους διαφορές στην Καππαδοκία όσον αφορά την εξέλιξη του συμπλ. σφ- βλ. Dawkins 1916: 82).
1. Σφάζω άνθρωπο ή ζώο, σκοτώνω με αιχμηρό όπλο
ό.π.τ.
:
Φάγι̂ν και λίγα πρόβατα
(Σφάζει και λίγα πρόβατα)
Τελμ.
-Dawk.
Ντου Πάσκα σάγουμ' ντ' αρνιά
(Το Πάσχα σφάζουμε τ' αρνιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εβσάζανε α 'ίγι
(Σφάζανε ένα γίδι)
Φάρασ.
-Dawk.
Σο στάβλο βόιδια δεν άφηκεν· ούλα σάγνισ̑κεν
(Στο στάβλο δεν άφησε (ζωντανά τα) βόδια· όλα τα έσφαζε)
Φλογ.
-Dawk.
Σάγιξαμ' ένα γαζά αρνιά ντου Πάσκα
(Σφάζαμε πολλά αρνιά το Πάσχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Και το παιδί μάνα τ' έφσαξέν ντο, και τα κιριάτα τ' ποίκεν ντα σο άντρα τ' ένα γεμέκ'
(Και το παιδί που η μάνα του το έσφαξε, έκανε από τα κρέατά του ένα γέμα για τον σύζυγό της)
Φλογ.
-Dawk.
Έφσαξε τη βαρβαργαρούσα
(Έσφαξε τη δράκαινα)
Φάρασ.
-Dawk.
Τις τ' έβσαξε το μαχτσούμι;
(Ποιος έσφαξε το μωρό;)
Φάρασ.
-Dawk.
'στέρου έσαξάν ντα το πρόβατο
(Ύστερα έσφαξαν το πρόβατο)
Φάρασ.
-Dawk.
Έπιασάν ντο και έφαξάν ντο
(Τον έπιασαν και τον έσφαξαν)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ογώ σάλτ'σα γυό ταbούρια ασκέρ'. Έσαξάν ντα
(Έστειλα δὐο συντάγματα στρατό. Τα έσφαξαν)
Μισθ.
-Dawk.
Ό,τ͑ινος καργιά χ̇ελ' κιριάς κι έρεται κρεύ' απ' εμέ, να σφάξω να φαγ̑'
(Όποιος επιθυμεί κρέας κι έρθει να ζητήσει από μένα, θα σφάξω (από το κοπάδι που θα μου δώσει ο Θεός) για να φάει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Είπεν ντι τζ̑ι η βαρβαργαρούσα να φσάξει το φσ̑όκκο
(Είπε και η δράκαινα να σφάξει το παιδί)
Φάρασ.
-Dawk.
Να σάξουμ' ντα βόια
(Να σφάξουμε τα βόδια (για τη γιορτή των Χριστουγέννων))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Εσένα βαβἀ σ' οπ' κόφτει ντα μαλλιά σ' να σε φαξ'
(Εσένα ο πατέρας σου, ενώ σου κόβει τα μαλλιά, θα σε σφάξει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πότε κόφτεις τα μαλλιά τ', σφάξε το
(Ενώ του κόβεις τα μαλλιά, σφάξε το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αντένα φσακ τα, ψησ' τα
(Αυτόν σφάξε τον, μαγειρεψέ τον)
Φάρασ.
-Dawk.
Έσ̑ετε οφτά χρονώ α στείρο γιάδι. Σάξετε τα· ποίτζ̑ετέ τα κ͑αβουρμάς
(Έχετε μιά αγελάδα εφτά ετών. Σφάξτε την· κάντε την καβουρμά)
Φάρασ.
-Dawk.
Άφησ' με λίο γκαι σόγνα φάξε με
(Άφησέ με λίγο και ύστερα σφάξε με)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ήβρε ντα έξε πρόβατα φσαγμένα
(Βρήκε τα έξι πρόβατα σφαγμένα)
Φάρασ.
-Dawk.
Φσάζαμε 'κει λαχτόρια
(Σφάζαμε εκεί πετεινούς)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Σάbαχτα να σάξου ένα καλό γουρούν', λέω, έλα σάbαχτα, ας χέκου και ψησταριά
(Αύριο θα σφάξω ένα καλό γουρούνι, λέω, έλα αύριο, ας βάλω και ψησταριά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
M' ονdαποίο μασ̑αίρ' ἀ φσακ' ἀ φσάξουν τζ̑αι σένα
(Μ'όποιο μαχαίρι θα σφάξεις θα σφάξουν κι εσένα˙ Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Κάνω, οργανώνω μιά γιορτή (όπου περιλαμβάνεται και το σφάξιμο ζώων που το κρέας τους θα διανεμηθεί στους συμμετέχοντες προς βρώση)
Μισθ., Φάρασ.
:
Σάγνου γουρbάν'
(Κάνω κουρμπάνι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ήρτε το παγάρτζικο του λένdι Πάσχας ο ταρός τζαι πρέφκε να φσαχτεί Πάσχα
(Ήρθε ο καιρός της γιορτής που την λένε Πάσχα και έπρεπε να οργανωθεί η γιορτή του Πάσχα)
Φάρασ.
-Lag.
Φσάζαμε και γουρbάνια όπου είχαμε τάματα
(Κάναμε και κουρμπάνια όπου είχαμε τάματα)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142