ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συρτός (επίθ.) σ̑υρτό [ʃirˈto] Ανακ. συρτό [sirˈto] Σινασσ. Από το μεταγν. επίθ. συρτός = παρασυρμένος.
Συρτό, συρόμενο ό.π.τ. : || Φρ. σ̑υρτό κλειδί (Συρόμενο κλειδί˙ Δρεπανόσχημη σιδερένια βέργα μήκους 0,30 εκατοστά και με ξύλινη λαβή για το κλείσιμο του μάνταλου) Ανακ. -Κωστ.Α.