συρτός
(επίθ.)
σ̑υρτό
[ʃirˈto]
Ανακ.
συρτό
[sirˈto]
Σινασσ.
Από το μεταγν. επίθ. συρτός = παρασυρμένος.
Συρτό, συρόμενο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
σ̑υρτό κλειδί
(Συρόμενο κλειδί˙ Δρεπανόσχημη σιδερένια βέργα μήκους 0,30 εκατοστά και με ξύλινη λαβή για το κλείσιμο του μάνταλου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.