ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συφτάνω (ρ.) συφτάνω [siˈftano] Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ. συφτάνου [siˈftanu] Μισθ., Τσαρικ. σ̑υφτάνω [ʃiˈftano] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ. φυστάνω [fiˈstano] Φερτάκ. φυσθάνω [fiˈsθano] Φερτάκ. σ̑υφταίνω [ʃiˈfteno] Αραβαν. Αόρ. σύφτασα [ˈsiftasa] Γούρδ., Μισθ. σ̑ύφτασα [ˈʃiftasa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ. σ̑υφτάσω [ʃiˈftaso] Αξ. συφτάσου [siˈftasu] Μισθ. Προστ. σ̑ύφτα [ˈʃifta] Ανακ., Ποτάμ. Από το μεσν. ρ. συμφθάνω = προφταίνω, συμβαδίζω, παρακολουθώ (από το πρόθμ. συν- και το ρ. φθάνω). O τύπ. σ̑υφταίνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω. Η φρ. σ̑ύφτασαν σα μουρατσ̑ά τουν είναι μεταφρ. δάν. από το τουρκ. murada ermek.
1. Φθάνω, ζυγώνω ό.π.τ. : Συφτάνουμ' σου χωριό (Κοντεύουμε στο χωριό) Μισθ. -Κοτσαν. Αψούτσικα σύφταϊς (Πολύ γρήγορα έφτασες) Μισθ. -Κοτσαν. Ουτσ̑ά ποτέ πορπατούν, σ̑ύφτασαν σ' ένα ορμάν' (Έτσι ενώ περπατούσαν, έφτασαν σ' ένα δάσος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τρέγ̑' κατόψα τ' άμ-μα ντεμ bόρ' να το σ̑υφτάσ̑' (Τρέχει στο κατόπι της αλλά δεν μπορεί να την προφτάσει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ’ εμέρ’ το νταμάρ’ και πού δεν έχ’ σ̑υφτάσ̑’ (Η δικιά μας η γενιά και πού δεν έχει φτάσει) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Σ̑ύφτασαν σα μουρατσ̑ά τουν (Έφτασαν στις επιθυμίες τους˙ Πέτυχαν αυτό που ποθούσαν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Τα 'ρταν εbρός γυρίσανε, τα πίσω κε συφτάνουν (Τα στρατεύματα που πήγαν εμπρός γυρίσανε, τα πίσω δεν πλησιάζουν) Σίλατ. -Φαρασόπ.
2. Προφταίνω Καππ. : Εσ̑ύ άμε 'μbρό, εγώ σ̑υφτάνω σε (Εσύ πήγαινε λίγο εμπρος, εγώ σε προφταίνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα φσ̑άχα τάρφσαν oμbρό. Αποπίσω τ'νε σ̑ύφτασεν ντα και βαβά τ'νε (Τα παιδιά τράβηξαν μπροστά. Από πίσω τους τα πρόλαβε κι ο πατέρας τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παναΐα, σ̑ύφτα και σ' εμάς (Παναγία, πρόφτασε και σ' εμάς, ενν. να έρθεις να μας βοηθήσεις) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντα τσείνdι ομπρός σ' να ντα συφτάνεις, ντα τσείνdι οπίσω σ' να μη μπορούν να σι συφτάσ'νι (Αυτούς που είναι μπροστά σου να τους προλαβαίνεις, αυτοί που είναι πίσω σου να μην μπορούν να σε φτάσουν) Τσαρικ. -Καραλ. || Ασμ. Αν πάγω ασ' την ξερά, φοβούμαι μη συφθάσω (Αν πάω από την ξηρά, φοβάμαι μη δεν προφτάσω) Καππ. -Αλεκτ. Αν ποίκεις το μαύρο σου πουλί και άγορο χελιδόνιΠηγαίνεις και συφτάνεις πότε την ευλογίζουν (Αν κάνεις τον μάυρο σου πουλί και νεαρό χελιδόνιΠηγαίνεις και προφταίνεις όταν την παντρεύουν (την καλή σου)) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αποσώνω, γετίζω, γετιστιρντίζω, καταφτάνω, ουλαστίζω
β. Αποτρέπω κάτι κακό, προλαβαίνω, βρίσκω τον χρόνο και κάνω κάτι την τελευταία στιγμή Μισθ.
3. Μτβ., φθάνω σε ύψος κάποιον ή κάτι Αξ., Αραβ., Σινασσ. : Ως τα φτέρνεζ-ου-μ' σ̑ύφταναν (Μέχρι τις φτέρνες μου έφταναν (ενν. τα μαλλιά μου)) Αξ. -Παυλίδ. || Παροιμ. Το ντιλκίσ', το ντε σ̑υφτάν' να φάγ̑' τα σταφύλια, ζάσ̑' τα αβρίρες (Η αλεπού τα σταφύλια που δεν φτάνει να τα φάει, τα κάνει αγουρίδες˙ Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
4. Επαρκώ Αραβαν., Φλογ. : || Φρ. Κούτσ̑' μ' δε σ̑υφτάν' (Δεν φτάνουν τα κότσια μου˙ Είναι ανώτερο των δυνάμεών μου) -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Ασ' τα χαζι̂́ρια όνdενε τρως, το Χασάν νταγι̂́ ντέ σε σ̑υφτάν' (Από τα έτοιμα όταν τρως, το βουνό Χασάν δεν σου φτάνει˙ Για εκείνους που τρώνε από τα έτοιμα χωρίς να εργάζονται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. φτάνω