ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γετιστιρντίζω (ρ.) γετιστιρτίζω [ʝetistirˈtizo] Μαλακ. γετισ̑τουρντίζω [ʝetiʃturˈdizo] Σινασσ., Φάρασ. γετουστιρτώ [ʝetustirˈto] Σινασσ. Αόρ. γετιστίρσα [ʝetiˈstirsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. yetiştirmek = α) κάνω κάποιον να προφθάσει β) προφταίνω νέα γ) εκπαιδεύω ζώο.
1. Κάνω κάποιον να προφτάσει Μαλακ.
2. Προλαβαίνω Φάρασ. Συνών. αποσώνω :2, γετίζω :3, καταφτάνω, ουλαστίζω, συφτάνω :2
3. Διαδίδω νέα Σινασσ. : Ας πάγω ας το γετιστουρτίσω όξω και ας έρτουν να σε διούν (Ας πάω να το διαδώσω έξω, ενν. ότι είσαι άρρωστη, και ας έρθουν να σε δουν) Σινασσ. -Λεύκωμα
4. Καταφθάνω Φάρασ.