γετιστιρντίζω
(ρ.)
γετιστιρτίζω
[ʝetistirˈtizo]
Μαλακ.
γετισ̑τουρντίζω
[ʝetiʃturˈdizo]
Σινασσ., Φάρασ.
γετουστιρτώ
[ʝetustirˈto]
Σινασσ.
Αόρ.
γετιστίρσα
[ʝetiˈstirsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. yetiştirmek = α) κάνω κάποιον να προφθάσει β) προφταίνω νέα γ) εκπαιδεύω ζώο.
1. Κάνω κάποιον να προφτάσει
Μαλακ.
3. Διαδίδω νέα
Σινασσ.
:
Ας πάγω ας το γετιστουρτίσω όξω και ας έρτουν να σε διούν
(Ας πάω να το διαδώσω έξω, ενν. ότι είσαι άρρωστη, και ας έρθουν να σε δουν)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
4. Καταφθάνω
Φάρασ.