γετιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
γετ͑ι-έσιμα
[ʝetʰiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. γετίζω, όπου και τύπ. γετ͑ι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Ενηλικίωση
Συνών.
σερνίκωμα