γερόνι
(ουσ. ουδ.)
γερόν'
[ʝeˈron]
Αξ.
γιαρόν'
[ʝaˈron]
Μισθ.
γιορόν'
[ʝoˈron]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
Κλητ.
γιόρον'
[ˈʝoron]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. γέρων και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι. Ο τύπ. γιορόν' με υποχωρητ. αφομ. Ο τύπ. πιθ. ήδη μεσν. στην Καππ., πβ. Δέδες (1993: 17 «λαλεῖς γοιὸν τὸ γιόρον»).
1. Ως ουσ., γέρος
ό.π.τ.
:
Τα γιορόνια πσ̑άσαν τα γένια τ'νε με τα χέρια τ'νε
(Οι γέροι έπιασαν τα γένια τους με τα χέρια τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'τουν έφ'γαν τ' ασκιάρια, ήρταν 'ς εκείνου του γιορόν' κονdά, τσόταν άλλα τέσσερα γιορόνια, μπασλάντ'σαν γκαλάτζευαν
(Όταν έφυγαν οι στρατιώτες πήγαν κοντά σ' εκείνο το γέρο, ήταν κι άλλοι τέσσερεις γέροι, άρχισαν και μίλαγαν)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ένα γιορόν' 'ς τεμέαρ δου μαχαλά
(Ένας γέρος από την δικιά μας γειτονιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να πας σα γιορόνια, σα τοκάνια που τσείνdι δα γιορόνια
(Να πας στους γέρους, στα καφενεία που είναι οι γέροι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ε ζαρ ιμείς, λέει, μεγάλουσαμ', γέναμ' γιορόνια, λέει, γέναμ' γέρος τσι γριά
(Ε βέβαια εμείς, λέει, μεγαλώσαμε, γίναμε γερόντια, λέει, γίναμε γέρος και γριά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'πούτ' τρων, ήρτι απάνου τ'νι 'να γιορόν'
(Την ώρα που έτρωγαν, ήρθε κοντά τους ένας γέρος)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Γιόρον', λε, τ' άλλα τα είπες ποίκα τα, ιτό δεν μπορώ να το ποίκω
(Γέρο, λέει, τα άλλα που είπες τα έκανα, αυτό δεν μπορώ να το κάνω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γέρος, ιχτιάρης, μέγας, παλιός, χρονιάρης :2
2. Ως επίθ., γέρος
Μισθ., Τροχ., Φλογ.
:
Κειότον ένα γιορόν' χερίφος
(Ήταν (μιά φορά) ένας γέρος άνθρωπος)
Φλογ.
-Dawk.
Σ̑ετιριού το κοσ̑έ καθούτον ένα γιορόν' ναίκα
(Στην γωνιά του ντιβανιού καθόταν μιά γριά γυναίκα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Στράτας νάκρα κάετ' ένα γιορόν' ιντσάνος
(Στην άκρη του δρόμου κάθεται ένας γέρος άνθρωπος)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Γιορόν' κάκα
(Γερόντισσα γιαγιά)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
γέρος, κοτζά, μέγας, παλιός