ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεράματα (ουσ. ουδ.,πληθ.) γεράματα [ʝeˈramata] Γούρδ., Σινασσ. γιράμαδα [ʝiˈramaða] Μισθ. γεράσματα [ʝeˈrazmata] Σίλ. 'ηράσματα [iˈrazmata] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. γεράματα, το οπ. από μεσν. ουσ. γήραμα.
Γεράματα, γηρατειά ό.π.τ. : Ντα γιράμαδα ζόρια 'νdι (Τα γεράματα είναι δύσκολα) Μισθ. -Κοτσαν. Κακά τα γεράματα (Κακό πράγμα τα γηρατειά) Σινασσ. -Αρχέλ. Σα γιράμαδα σ' ογώ να σι ρανήσου (Στα γεράματά σου εγώ θα σε φροντίσω) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κοτζαλίχι