γεράματα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
γεράματα
[ʝeˈramata]
Γούρδ., Σινασσ.
γιράμαδα
[ʝiˈramaða]
Μισθ.
γεράσματα
[ʝeˈrazmata]
Σίλ.
'ηράσματα
[iˈrazmata]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. γεράματα, το οπ. από μεσν. ουσ. γήραμα.
Γεράματα, γηρατειά
ό.π.τ.
:
Ντα γιράμαδα ζόρια 'νdι
(Τα γεράματα είναι δύσκολα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κακά τα γεράματα
(Κακό πράγμα τα γηρατειά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σα γιράμαδα σ' ογώ να σι ρανήσου
(Στα γεράματά σου εγώ θα σε φροντίσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κοτζαλίχι