γεννώ
(ρ.)
γεννώ
[ʝeˈnο]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
'εννώ
[eˈno]
Ανακ., Μισθ.
γεννάου
[ʝeˈnau]
Φάρασ.
Αόρ.
γεννάνκα
[ʝeˈnanka]
Φάρασ.
Αόρ.
εγέννησα
[eˈʝenisa]
Ανακ., Τελμ.
γένν’σα
[ˈʝensa]
Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
'ένν’σα
[ˈensa]
Φάρασ.
γένντσα
[ˈʝentsa]
Μισθ., Τσαρικ.
'έντσα
[ˈentsa]
Φάρασ.
Παθ.
γεννιέμαι
[ʝeˈɲeme]
Φάρασ.
Παρατατ.
γεννιόδουμι
[ʝeˈɲoðumi]
Μισθ.
Αόρ.
γεννήθα
[ʝeˈniθa]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
γεννήχα
[ʝeˈnixa]
Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Σεμέντρ.
γεννέθα
[ʝeˈneθa]
Φκόσ.
γεννήστα
[ʝeˈnista]
Τζαλ.
γεννήσ'κα
[ʝeˈniska]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. γεννάω-ῶ.
1. Γεννάω
ό.π.τ.
:
Γεννά γυό τέκνα
(Γεννά δύο παιδιά)
Σίλ.
-Dawk.
Τα ορνίχια ον κάχουντα στο φουλιά τουν για να γεννήσουν, κακαβίζουν
(Οι κότες όταν κάθονται στην φωλιά τους για να γεννήσουν, κακαρίζουν)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ιστέ, το μέγο το χαριένι 'ένν'σεν α μιτσίκκο χαριένι!
(Να, το μεγάλο καζάνι γέννησε ένα μικρό καζάνι!)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'έντσε ση φωλα̈́ δύο 'βά
(Γέννησε στην φωλιά δύο αβγά)
Φάρασ.
-Dawk.
Εγώ πέρσ̑ι δεν γεννήθα ήτονε
(Εγώ πέρσι δεν είχα γεννηθεί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Που έν' να 'εννήσ' ναίκα, κοινωνιζούτανε
(Η γυναίκα που ήταν να γεννήσει, κοινωνούσε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πούρμι να ε'εννήσ̑' και λέχ̑': «Να φάξεις το καφεσ̑ιού το πουλί και να το φάγω»
(Πριν να γεννήσει λέει: «Σκότωσε το πουλί που είναι στο κλουβί για να το φάω»)
Τελμ.
-Dawk.
Εκεί εγγονή γένντσιν
(Εκείνη η εγγονή γέννησε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ογώ 'ς Καππατοκία γεννήχα
(Εγώ στην Καππαδοκία γεννήθηκα)
Μισθ.
-VLACH
Εδώ γέννα σον γκόφα μου
(Εδώ γέννα στον κόρφο μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήφαρανε τζ̑αι τη μάν’ ντου σο σπίτιν ντουνε· γεννάνκε κάdα ημέρα ’πέ ’βόκ-κο
(Φέρανε και την μητέρα τους (ενν. των πουλιών) στο σπίτι τους· γεννούσε κάθε μέρα από ένα αβγό)
Φάρασ.
-Dawk.
Άλλα γεννιόδαν σα στράδις, άλλα γεννιόδαν σα κόμμαδα
(Άλλα γεννιόνταν στους δρόμους, άλλα γεννιόνταν στα χωράφια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Άλλα γεννιόδαν σα στράδις, άλλα γεννιόδαν σα κόμμαδα
(Άλλα γεννιόνταν στους δρόμους, άλλα γεννιόνταν στα χωράφια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Το να γεννήσ̑' εσένα μάνα σ', αζ γένν'σε ήτουν ένα οφρίρ'
(Από το να γεννήσει εσένα η μάνα σου, ας γεννούσε καλύτερα ένα φίδι˙ στους κακούς ανθρώπους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Σ̑ήρας κόρη τον γέννησε και λέγουν το Πορφύρη
Στα σίδερα τον γέννησε, στα μάρμαρα τον άρδευσε (Χήρας κόρη τον γέννησε και τόνε λεν Πορφύρη
Στα σίδερα τον γέννησε, στα μάρμαρα τον μεγάλωσε) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. ευλογεύω, γλυτώνω, τεκνώνω
Στα σίδερα τον γέννησε, στα μάρμαρα τον άρδευσε (Χήρας κόρη τον γέννησε και τόνε λεν Πορφύρη
Στα σίδερα τον γέννησε, στα μάρμαρα τον μεγάλωσε) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. ευλογεύω, γλυτώνω, τεκνώνω
2. Ανατέλλω
Ανακ., Σίλ., Τελμ., Φκόσ.
:
Γεννήσ'κι γιούλης
(Βγήκε ο ήλιος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γεννέθην ο ήλος
(Ανέτειλε ο ήλιος)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Γεννήθην το φεγγάρ'
(Βγήκε το νέο φεγγάρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ποιο άστρο γεννήθεν;
(Ποιο άστρο βγήκε;)
Τελμ.
Συνών.
αυγάζω :1, βγαίνω, τσαβτίζω, ψηλώνω