ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαβτίζω (ρ.) τσαβτι̂́ζω [tsavˈtɯzo] Αξ. τσαβτώ [tsavˈto] Μαλακ., Σινασσ. Αόρ. τσάβ'σα [ˈtsavsa] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. çavmak = ανατέλλω (THADS 3, λ. çavmak I).
Ανατέλλω ό.π.τ. : Τσάβ'σιν όλιους (Ανέτειλε ο ήλιος) Μαλακ. -Τζιούτζ. Τσ̑άφ'σεν έλιος (Πρόβαλε ο ήλιος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αυγάζω :1, βγαίνω, γεννώ, τσαβτίζω, ψηλώνω