τσαβτίζω
(ρ.)
τσαβτι̂́ζω
[tsavˈtɯzo]
Αξ.
τσαβτώ
[tsavˈto]
Μαλακ., Σινασσ.
Αόρ.
τσάβ'σα
[ˈtsavsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. çavmak = ανατέλλω (THADS 3, λ. çavmak I).