τρυπατρυπαίνω
(ρ.)
τρυπατρυπαίνου
[tripatriˈpenu]
Φάρασ.
Από το ουσ. τρύπα και το ρ. τρυπαίνω.
Τρυπώνω κάπου, χώνομαι, κρύβομαι