τροχάγκι
(ουσ. ουδ.)
τροχάγκι
[troˈxaɟi]
Καππ.
τραχάγκι
[raˈxaɟi]
Καππ.
Σύμφωνα με τον Καρολίδης (1885: 208, 217) από το ουσ. τροχός με παραγωγ . επίθμ. -άγκι. Η λ. συνδέεται με το ουσ. τραχός ( < tarha) παρετυμολ. προς το τροχός.
Σιδερένιο εργαλείο που καταλήγει σε αγκιστροειδή αιχμή με το οποίο έβγαζαν από το καμίνι το επεξεργασμένο σίδερο
ό.π.τ.