ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρύνω (ρ.) τρύνω [trino] Φάρασ. Αόρ. έτρυσα [etrisa] Φάρασ. Κατά τον Ανδριώτη (1948: 65) από το ρ. τρυγέω-ῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω.
1. Τινάζω, κουνώ δέντρο Φάρασ. : Να υπάμε σ’ α μεράπι κάτου, ’γώ να τρύσω ’σεις να σωρέψετε (να πάμε κάτω από την αχλαδιά, εγώ θα την κουνήσω, εσείς θα μαζέψετε (ενν. τα φρούτα)) Φάρασ. -Dawk.
2. Συνεκδ., δρέπω καρπούς Φάρασ. : Τρύνω τα ’μεράπε (μαζεύω ήμερα αχλάδια) Φάρασ. -Ανδρ.