ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρύγημα (ουσ. ουδ.) τρύγημα [ˈtriʝima] Γούρδ. τρύγισμα [ˈtriʝizma] Αραβαν., Σίλ. τρύισμα [ˈtriizma] Σίλ. τρυγέματα [triˈʝemata] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. τρύγημα = η συγκομιδή, το οπ. από το θ. τρυγη- με παραγωγ. επίθμ. -μα. Οι τύπ. τρύγισμα και τρύισμα από το θ. τρυγίσ- του ρ. τρυγώ όπου και τύπ. τρυγίζω και τρυίζω, με παραγωγ. επίθμ. -μα. Η λ. Καλαβρ. και Πόντ.
Το αποτέλεσμα του ρ. τρυγώ, ο τρυγητός ό.π.τ.