τρόμασμα
(ουσ. ουδ.)
τρόμασμα
[ˈtromazma]
Γούρδ.
Μεσν. ουσ. τρόμασμα (πβ. Χοῦμν. Κοσμογ. 319 «τὰ λογικά του ἐχάσε καὶ μὲ μεγάλον τρόμασμα ὀμπρός του γονατίζει»), το οπ. από το θ. τρομασ- του ρ. τρομάζω, με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τρομάρα
Γούρδ.