ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρόμασμα (ουσ. ουδ.) τρόμασμα [ˈtromazma] Γούρδ. Μεσν. ουσ. τρόμασμα (πβ. Χοῦμν. Κοσμογ. 319 «τὰ λογικά του ἐχάσε καὶ μὲ μεγάλον τρόμασμα ὀμπρός του γονατίζει»), το οπ. από το θ. τρομασ- του ρ. τρομάζω, με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τρομάρα Γούρδ.