ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τριφύλλι (ουσ.,ουσ. ουδ.) τριφύλλι [triˈfili] Σινασσ. τριφύλλ’ [triˈfil] Γούρδ., Μισθ. τσιφύλλ' [tsiˈfil] Μισθ. Μεσν. ουσ. τριφύλλιν, το οπ. από μεταγν. ουσ. τριφύλλιον ως υποκορ. του αρχ. τρίφυλλον.
Το τριφύλλι ό.π.τ. : Ντα νταμάλια μας τάϊζαν ά’υρου τσι τσιφύλλ’ (τις αγελάδες τάϊζαν άχυρο και τριφύλλι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ζήσε μαύρε μ’ νά φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι (ζήσε μαύρε μου (ενν. άλογό) μου να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι˙ για κάτι που είτε θα πραγματοποιηθεί στο μακρινό μέλλον ή δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ) Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. γιοντσάς :1