τριφύλλι
(ουσ.,ουσ. ουδ.)
τριφύλλι
[triˈfili]
Σινασσ.
τριφύλλ’
[triˈfil]
Γούρδ., Μισθ.
τσιφύλλ'
[tsiˈfil]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. τριφύλλιν, το οπ. από μεταγν. ουσ. τριφύλλιον ως υποκορ. του αρχ. τρίφυλλον.
Το τριφύλλι
ό.π.τ.
:
Ντα νταμάλια μας τάϊζαν ά’υρου τσι τσιφύλλ’
(τις αγελάδες τάϊζαν άχυρο και τριφύλλι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ζήσε μαύρε μ’ νά φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι
(ζήσε μαύρε μου (ενν. άλογό) μου να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι˙ για κάτι που είτε θα πραγματοποιηθεί στο μακρινό μέλλον ή δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γιοντσάς :1