τροσώτ
(επίθ.)
τροσώτ'
[troˈsot]
Σινασσ.
Πιθ. από το ουσ. τρόχι, όπου και τύπ. τρόσ’ με παραγωγ. επίθμ. -ώτης > -ώτ'.
Χαρακτηρισμός για κοντό και παχουλό άνθρωπο
Σινασσ.