ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τροφτικός (επίθ.) τροφτικό [troftiˈko] Μαλακ., Φλογ. Από το θ. τροπ- του ρ. ντροπιάζομαι, όπου και τύπ. τροπιάζουμαι, και το παραγωγ. επίθμ. -τικός.
Ντροπαλός Συνών. ναμουσλούς
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025