τροφτικός
(επίθ.)
τροφτικό
[troftiˈko]
Μαλακ., Φλογ.
Από το θ. τροπ- του ρ. ντροπιάζομαι, όπου και τύπ. τροπιάζουμαι, και το παραγωγ. επίθμ. -τικός.
Ντροπαλός
Συνών.
ναμουσλούς