τροχιλιά
(ουσ. θηλ.)
τροχιλιά
[troçiˈʎa]
Μισθ.
τροχουλιά
[troxuˈʎa]
Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
τρογουλιά
[troɣuˈʎa]
Ανακ., Μισθ., Φλογ.
τραχολιά
[traxoˈʎa]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. τροχαλία, όπου και τύπ. τροχιλία. Ο τύπ. τραχολιά από τον αρχ. τύπ. τροχαλία με μετάθ. των [o] και [a].
1. Τροχαλία και ειδικότ., ο ξύλινος κύλινδρος πάνω από το χείλος του πηγαδιού για την άντληση του νερού
ό.π.τ.
:
Α νέβασ' ντου χιαλκιά μι τη τροχουλιά
(ανέβασε τον κουβά με την τροχαλία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κατέβασε το σουκάρ’ ασ’ το τροχουλιά
(Κατέβασε το σκοινί μέσω της τροχαλίας)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Συνών.
ντουλάπι
2. Άξονας τροχών άμαξας
Τροχ.
:
Γιαγλάdα τα τροχουλιές σ’ αμάξ’ να μη τσιρλανdάνε
(Άλειψε με λίπος τους άξονες των τροχών του αμαξιού για να μην τρίζουν)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Συνών.
αμαξόνα, μαζί