ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τροχιλιά (ουσ. θηλ.) τροχιλιά [troçiˈʎa] Μισθ. τροχουλιά [troxuˈʎa] Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. τρογουλιά [troɣuˈʎa] Ανακ., Μισθ., Φλογ. τραχολιά [traxoˈʎa] Αξ. Από το αρχ. ουσ. τροχαλία, όπου και τύπ. τροχιλία. Ο τύπ. τραχολιά από τον αρχ. τύπ. τροχαλία με μετάθ. των [o] και [a].
1. Τροχαλία και ειδικότ., ο ξύλινος κύλινδρος πάνω από το χείλος του πηγαδιού για την άντληση του νερού ό.π.τ. : Α νέβασ' ντου χιαλκιά μι τη τροχουλιά (ανέβασε τον κουβά με την τροχαλία) Μισθ. -Κοτσαν. Κατέβασε το σουκάρ’ ασ’ το τροχουλιά (Κατέβασε το σκοινί μέσω της τροχαλίας) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Συνών. ντουλάπι
2. Άξονας τροχών άμαξας Τροχ. : Γιαγλάdα τα τροχουλιές σ’ αμάξ’ να μη τσιρλανdάνε (Άλειψε με λίπος τους άξονες των τροχών του αμαξιού για να μην τρίζουν) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Συνών. αμαξόνα, μαζί