τρυπί
(ουσ. ουδ.)
τρυπίν
[triˈpin]
Φάρασ., Φκόσ.
τρυπί
[triˈpi]
Αφσάρ., Σατ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
τυρπί
[tirˈpi]
Ανακ., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τσαρικ., Φλογ.
τ͑υρπί
[tʰirˈpi]
Ανακ., Αξ., Μισθ.
ντρυπί
[driˈpi]
Αφσάρ., Φάρασ.
ντυρπί
[dirˈpi]
Σινασσ.
τϋρπί
[tyrˈpi]
Μαλακ.
Θηλ.
τυρπή
[tirˈpi]
Φερτάκ.
Γεν. Εν.
τυρπού
[triˈpu]
Φάρασ.
Πληθ.
τρυπία
[triˈpia]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
τυρπιά
[tirˈpça]
Ανακ., Γούρδ.
τ͑υρπιά
[tʰirˈpça]
Ανακ., Δίλ.
τϋρπιά
[tyrˈpça]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. τρύπα και το υποκορ. επίθμ. -ίον > -ί ή από το μεσν. ουσ. τρυπίον = κόσκινο (;) (LBG).
1. Τρύπα, το κυκλικό άνοιγμα που δημιουργείται σε επιφάνεια αντικειμένου συνήθ. με τη χρήση αιχμηρού αντικειμένου
ό.π.τ.
:
Κόφτσι με τα δόντσ̑α τ’ τα ξύλια και ανοίζ’ τυρπιά για να μπει και να βγει
(κόβει με τα δόντια του τα ξύλα και ανοίγει τρύπες για να μπει και να βγει)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Χέκι ντου χέρι σ’ σου τυρπί
(βάλε το χέρι σου στην τρύπα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Γουργουριού τα τ͑υρπιά
(Οι τρύπες του λαιμού˙ Οισοφάγος)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
2. Τρύπα, η κοιλότητα, το άνοιγμα και συνεκδ. η υπόγεια φωλιά ζώου
ό.π.τ.
:
Τζ̑ο μπόρκινι να στσ̑επάσει το τρυπί
(δεν μπόρεσε να σκεπάσει την τρύπα)
Αφσάρ.
-Dawk.
Φόρτωέν ντου, ηύριν ντου σου τυρπί τ’
((ενν. το μυρμήγκι) το φόρτωσε, το έφερε στην τρύπα του)
Μισθ.
-Dawk.
Σέμεν ’ς ένα τ͑υρπί
(μπήκε σε μιά τρύπα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα πινdικός ξέβην απ' του τυρπί
(ένας ποντικός βγήκε από την τρύπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
τ͑υρπιού ντου χτέρ’
(της φωλιάς το λιθάρι˙ η πέτρα με την οποία έκλειναν το κοτέτσι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ανdί ’ναίκα μη π͑ουστίες σα τρυπία
(σα γυναίκα μην κρύβεσαι στις τρύπες˙ για άνανδρη συμπεριφορά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σον το ποντζ̑ικός μη κρύβεσαι τσ̑ούχοζιου το τυρπί
(σαν τον ποντικό μην κρύβεσαι στου τοίχου την τρύπα˙ συνών. με την προηγ.)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Βγκάλλει το φίδι ’ς το τρυπί
(βγάζει το φίδι από την τρύπα, την φωλιά του˙ για όποιον αναλαμβάνει το δύσκολο και επικίνδυνο μέρος ενός έργου που οι άλλοι αποφεύγουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Το φίδι, του τζ̑ο ’υρεύει το χορτάρι, φυτρώνει σο τρυπίν ντου
(το φίδι, όταν δεν θέλει το χορτάρι, (ενν. το χορτάρι) φυτρώνει στη φωλιά του˙ για τους άτυχους που παθαίνουν αυτό που ήθελαν να αποφύγουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το γλυτσ̑ύ η κουώσσα βγκάλλει το φίδι ’ς το τρυπί
(η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα˙ ο άνθρωπος που μιλά με γλυκύτητα επιτυγχάνει τον σκοπό του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μάρτης δε σέμηκα, κλωστρά κλωστρά δε σ̑ό’σα, τ͑υρπιά παροτίσ̑α δε γιόμωσα, χουλιάρια χουλιαρ’τήκες δεν έκαψα
(εγώ ο Μάρτης δεν μπήκα, γύρω γύρω δεν χιόνισα, τρύπες και γωνιές δεν γέμισα, κουτάλια (και) κουταλοθήκες δεν έκαψα˙ για τη δριμύτητα του Μαρτίου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γιατάκι, θυρίδα, κολόκα, παχνί, φώλι, φωλιά
3. H λαξευμένη στο βράχο κατοικία
Καππ.
:
Στάγη σο τυρπί ομbρό, και όσα έβγαιναν, σκότωνέν ντα
(στάθηκε στην τρύπα μπροστά και όσους έβγαιναν, τους σκότωνε)
Γούρδ.
-Dawk.
Ήσανε τυρπιά ας σον καγιά κομμένα
(Ήτανε τρύπες σκαμμένες μέσα στο βράχο)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ340
β.
Ειδικότ. ο εξαεριστήρας
Μισθ.
4. Πολύ μικρό και στενό μαγαζί
Μισθ.
5. Η τρύπα που αποτελεί κατασκευαστικό στοιχείο αντικειμένου
ό.π.τ.
:
Εξέβαλεν άσο πϋσγκϋλΰ τἔνα τρόθ’, κι έσιξεν και το τυρπί, έναν γκαλό έδεσέν ντο
(έβγαλε μιά κλωστή από τη φούντα και έδεσε την τρύπα (ενν. του φεσιού), την έσφιξε καλά· η φούντα προσδένεται στο τουρκικό φέσι πάνω σε ένα κοντό σωλήνα που ξεκινά από τη μέση του φεσιού)
Τελμ.
-Dawk.
Ράνησε ασ' σο θύρα το τυρπί
(κοίταξε από την τρύπα της πόρτας, δηλ. την κλειδαρότρυπα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Τραγ.
Τουνdουριού ντου τυρπί
(του ταντουριού η τρύπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Βολονιού ντου τυρπί
(Η τρύπα της βελόνας)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
ντελίκα
β.
Ειδικότ., με παράλειψη της λ. θύρα, η κλειδαρότρυπα
Μισθ.
:
Χώρας ντου κ̇ιλειδί, χώρας ντου τ͑υρπί ντε νίγ’τι
(το ξένο κλειδί σε ξένη τρυδαρότρυπα δεν κάνει
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
6. Για άνθρωπο ή ζώο, η φυσική κοιλότητα του σώματος
Αφσάρ., Σίλ.
:
|| Φρ.
Μύτας ντου τ͑υρπί
(της μύτης μου η τρύπα˙ ρουθούνι. Πβ. τουρκ. <em>burun deliği </em>= της μύτης τρύπα, ρουθούνι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
β.
Ειδικότ., ο πρωκτός
Μισθ.
7. Τρυπάνι
Γούρδ.