τσάγαλο
(ουσ. ουδ.)
τσάγαλο
['tsaɣalo]
Ανακ.
τσ̑άγαλο
['tʃaɣalo]
Αραβαν.
τσ̑άγ'λου
[ˈtʃaɣlu]
Σίλ.
τσ̑αγλό
[tʃa'ɣlo]
Μαλακ.
Πληθ.
τσάγαλα
['tsaɣala]
Γούρδ.
τσ̑άχαλα
[ˈtʃaxala]
Μισθ., Φλογ.
τσ̑αγαλά
[tʃaɣaˈla]
Τελμ.
Πληθ.
τσ̑αγλά
[tʃa'ɣla]
Μαλακ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. çağla = α) άγουρο αμύγδαλο β) άγουρος καρπός, όπου και διαλεκτ. τύπ. çağala (THADS 3, λ. çağala).
1. Άγουρος καρπός
Αραβαν.
2. Φρέσκο αμύγδαλο
Γούρδ.
3. Χλωρό βερίκοκκο
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
:
Άβρα τσ̑άχαλα
(Άγουρα βερίκοκα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ασ' Προκοπιού τα χωρία φέρισ̑καν τσ̑άχαλα
(Από τα χωριά του Προκοπίου έφερναν βερίκοκα)
Μισθ., Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Κι Θόδουρους λέ μι κι «Να qοράσουμι τσ̑αγλά». Κι 'γώ λέου κι: «Τσ̑αγλά σου σπίτ' έχουμι»
(Και ο Θόδωρους μου λέει: «Ν' αγοράσουμε βερίκοκκα». ΚΙ εγώ του λέω: «Βερίκοκκα έχουμε στο σπίτι»)
Μαλακ.
-Dawk.JHS
Χασιά μας έσ̑’ ένα μαναχό τσ̑άγ’λου
(H βερικοκκιά μας έχει ένα μοναχό βερίκοκκο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
καΐσι