τσαγανός
(ουσ. αρσ.)
τσαγανός
[tsaɣaˈnos]
Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ.
Μεσν. ουσ. τσαγανός = κάβουρας, πβ. και τουρκ. ουσ. çağanoz.