λενγκέτσι
(ουσ. ουδ.)
λενgέτσ̑'
[lenˈɟetʃ]
Ανακ., Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. yengeç = κάβουρας, όπου και διαλεκτ. τύπ. lengeç, ilengeç (THADS, λ. ilengeç).