λελέ
(ουσ. ουδ.)
λελέ
[leˈle]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. el = χέρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. lele. Η λ. και Ποντ.
1. Παιδική λέξη, χεράκι
Μαλακ.
2. Μικρό ξύλο ή ραβδί
Μαλακ.