λείπω
(ρ.)
λείπω
[ˈlipo]
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
λείφτω
[ˈlifto]
Φάρασ.
Παρατατ.
έλειβα
[ˈeliva]
Φλογ.
Αόρ.
έλειψα
[ˈelipsa]
Τελμ., Φάρασ.
Αρχ. ρ. λείπω. Για τον τύπ. έλειβα πβ. νεότ. λείβγω, ως αποτέλεσμα αναλογ. μεταπλασμού λόγω ομοηχίας των αορ. δομών σε -ψα (Ανδριώτης 1948: 43).
1. Λείπω, απουσιάζω
ό.π.τ.
:
‘τουν ξυπνά δου φσ̑άχ' μι ου σκυλί ντάμα ρανούν ότι παρλάκα λείπ'
(Όταν ξυπνά το παιδί με το σκυλί μαζί βλέπουν ότι ο βάτραχος λείπει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αμέ λείπεις και από πουθενά; Όπου ένα κι εσύ δύο
(Μα λείπεις και από πουθενά; Όπου είναι ένας έρχεσαι εσύ και γίνεστε δύο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Μπίρντεν έλειψαν 'σ' τη μέση
(Αμέσως εξαφανίστηκαν)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ατό ο τσ̑οπάνος, μαντέμ ένι φτεχός, τρώ τ' ατός του λείφτουν τα 'ίδα̈
(Αυτός ο βοσκός, επειδή είναι φτωχός, τρώει ο ίδιος τα γίδια που λείπουν)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Ο Μάρτης ‘ς το Μέγον ντη Σαρακοστή τζ̑ο λείπει
(Ο Μάρτης από την Μεγάλη Σαρακοστή δεν λείπει˙ για πρόσωπο που επιδιώκει να παρευρίσκεται πάντα σε εκδηλώσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Και σαν τον δώκε και ερεύτζηνε, και τους έννια ξέβαλε
παιδιά με τ’ άρματα, παιδιά με το λουρίdζι.
έλειψε του μικρού του Kωνσταντίνου το μικρό το δακτυλίdζι. (Και όταν τον χτύπησε και ξέρασε, έβγαλε και τους εννιά,
παλληκάρια αρματωμένα, παλληκάρια με θώρακες.
Έλειπε μόνο το μικρό δαχτυλάκι του μικρότερου, του Κωνσταντίνου) Τελμ. -Lag.
παιδιά με τ’ άρματα, παιδιά με το λουρίdζι.
έλειψε του μικρού του Kωνσταντίνου το μικρό το δακτυλίdζι. (Και όταν τον χτύπησε και ξέρασε, έβγαλε και τους εννιά,
παλληκάρια αρματωμένα, παλληκάρια με θώρακες.
Έλειπε μόνο το μικρό δαχτυλάκι του μικρότερου, του Κωνσταντίνου) Τελμ. -Lag.
2. Γίνομαι λειψός, ελλιπής, ελαττωματικός
Φάρασ., Φλογ.
:
Τούρκα δεν άρταναν, λείβανε
(Οι Τούρκοι δεν αυξάνονταν, λιγόστευαν)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
|| Παροιμ.
Σαμού ‘ηρανέσκει α νομάτ’ τ’ αχ̇ίλιν ντου λείφτει
(Όταν γερνάει ένας άνθρωπος ο νους γίνεται λειψός˙ για την μείωση της διανοητικής ικανότητας λόγω γήρατος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.