ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεγένι (ουσ. ουδ.) λεγέν' [leˈʝen] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. λέενι [leˈeni] Φκόσ. λεέν' [leˈen] Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τελμ., Τροχ. λεγάν' [leˈɣan] Μισθ. Πληθ. ιλαένια [ilaˈeɲa] Αραβ. Από το τουρκ. ουσ. leğen (THADS, λ. ileğen), όπου και διαλεκτ. τύπ. ileğen = λεγένι, το οπ. από το ελλ. λεκάνη ή λεκάνιον μέσω του περσ. lagan (Nişanyan 2002-2022).
Λεκάνη ό.π.τ. : Κάκα, το μπογιά σ̑έρνεις το στο ιρμάχ, στο λεγέν' ντέν ντο κ͑ουνdάς (Γιαγιά, την μπογιά την πετάς στο ποτάμι, δεν την ρίχνεις στην λεκάνη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήαν τα ντρανήσων ντο λεέν' ντο λερό, ντράνσαν κι ντο λεέν ούλλο αλτî́νια ήτον (Πήγαν να δουν τη λεκάνη το νερό, είδαν ότι η λεκάνη ήταν όλη γεμάτη χρυσά νομίσματα) Ουλαγ. -Κεσ. Πλύνιξαμ' ντα φορτσ̑ές σου λεγάν' απέσ' (Πλύναμε τα ρούχα μέσα στην λεκάνη) Μισθ. -Κοτσαν. Ράν'σα ένα λεέν' καπαλά (Είδα μιά σκεπασμένη λεκάνη) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Το βούτ'ρο κόβισ̑καν το, χ̇έκνισ̑καν ντο 'ς το λεέν' (Το λίπος (του σφαγμένου γουρουνιού) το έκοβαν, το έβαζαν στην λεκάνη) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. λακάνη :1, τέστι :1