λαχτοθύρα
(ουσ. θηλ.)
λαχτοθύρα
[laxtoˈθira]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το ρ. λαχτώ και το ουσ. θύρα.
2. Απρόσκλητος και ανεπιθύμητος επισκέπτης
ό.π.τ.