λαχτοθύρα
(ουσ. θηλ.)
λαχτοθύρα
[laxtoˈθira]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το ρ. λαχτώ και το ουσ. θύρα.
1. Απρόσκλητος και ανεπιθύμητος επισκέπτης
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 19/01/2025