λάχανο
(ουσ. ουδ.)
λάχανο
[ˈlaxano]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
λάχανου
[ˈlaxanu]
Μισθ.
'άχανο
[ˈaxano]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. λάχανον = λαχανικά του κήπου.
1. Λάχανο
Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Γίνισκαν μας ψωμιά, πράξις λάχανα ζεϊτίνια
(Μας έδιναν ψωμιά, πράσα, λάχανα, ελιές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ψένκανε σα σπίτε τουνε δώδεκα τσ̑εσ̑ίτε φαΐα, α γουμάρι 'άχανα, α χαλτζί χαριένι ρ'βίδι, α χαριένι γιασκαλακί, α χαριένι κ͑οφτές
(Μαγείρευαν στα σπίτια τους δώδεκα ειδών φαγιά, ένα σωρό λαχανικά, ένα χάλκινο καζάνι ρεβίθια, ένα καζάνι κολοκύθια, ένα καζάνι κεφτέδες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Η διαταγή σου λάχανα κι η προσταγή σ' μαρούλια
(Η διαταγή σου λάχανα κι η προσταγή σου μαρούλια˙ για εντολές που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα
(Όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα˙ ο καθένας συγχρωτίζεται με ανθρώπους παρόμοιου χαρακτήρα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Εγώ νά το ειπώ σο αμιρά μ', και σαν το λάχανο να σε κόψει
(Εγώ θα το πω στον αφέντη μου, και θα σε κόψει σαν το λάχανο)
Τελμ.
-Αινατζ.
Αμέτ' ειπέτ' σο βασιλιό, σο μέγα βασιλέα,
αν έσ̑ει κι άλλα λάχανα ας τα στείλει ας έρτουν,
τούτ' μαγειριά δε γίναν, μαγειρικό δε γιόμωσαν (Άντε να πείτε στο βασιλιά, στο μέγα βασιλέα,
αν έχει κι άλλα λάχανα ας τα στείλει να έρθουν,
αυτά δεν έγιναν φαγητό, δε έφτασαν να γεμίσουν το καζάνι) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
αν έσ̑ει κι άλλα λάχανα ας τα στείλει ας έρτουν,
τούτ' μαγειριά δε γίναν, μαγειρικό δε γιόμωσαν (Άντε να πείτε στο βασιλιά, στο μέγα βασιλέα,
αν έχει κι άλλα λάχανα ας τα στείλει να έρθουν,
αυτά δεν έγιναν φαγητό, δε έφτασαν να γεμίσουν το καζάνι) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
2. Στον πληθ., εδώδιμα χόρτα γενικώς
Μισθ., Φλογ.
:
Ένα μέρα ένα ναίκα ξέβεν ασ' σο Κάστρο να σωρόψει λάχανα
(Μια μέρα μιά γυναίκα βγήκε από το Κάστρο για να μαζέψει χόρτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
β.
Γαλακτερό εδώδιμο χόρτο, λαχανίδα
Αξ., Μισθ.