λαφτσής
(επίθ.)
λαφτσ̑ής
[lafˈtʃis]
Φάρασ.
Θηλ.
λαφτσ̑ίσα
[lafˈtʃisa]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. επίθ. lafçı = α) φλύαρος β) κουτσομπόλης. Ο τύπ. θηλ. λαφτσ̑ίσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο λαφτσ̑ής.
Φλύαρος, πολυλογάς.
Συνών.
γκεβεζές, λαφαζάνος, μποσμπογάζι