ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαφρός (επίθ.) λαφρός [laˈfros] Σίλ. λαφρό [laˈfro] Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φλογ. λεφρό [leˈfro] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. λεπρό [leˈpro] Ουλαγ. λα̈φρό [læˈfro] Μισθ. λιαφρό [ʎaˈfro] Μισθ. λαφρύ [laˈfri] Ανακ., Μισθ. Από το αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Ο τύπ. λαφρός ήδη μεσν. Ο τύπ. λαφρύ ήδη νεότ.
1. Ελαφρός ό.π.τ. : Εγώ απ' εσέ λεφρό 'μαι (Εγώ είμαι πιο ελαφρύς από σένα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' εμέαρ τ' αξινάρια τσ̑είνdι λαφρά (Οι δικές μας οι αξίνες είναι ελαφριές) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. λιαφρό ‘αν ντου τοζάγ (Ελαφρό σαν πούπουλο˙ για κάτι πολύ ελαφρύ) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Δώσ’ με ‘κειά το μικρό σπαθί που κόβ’ ομπρό κι οπίσω,
Δώσ’ με και το λαφρό ραβδί που έν’ σαράντα λίτρες
(Δώσ' μου εκείνο το δίκοπο μικρό σπαθί,
Δώσμου και το ελαφρύ ραβδί που ζυγίζει σαράντα λίτρες)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών. λαφρύκκος
2. Ήπιος Μισθ. : Λαφρό κ̇ιρυός (Ελαφρός, ήπιος αέρας) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Για τον ύπνο, αυτός από τον οποίο ξυπνά κανείς εύκολα, και κατ' επέκτ. ήρεμος Σίλ. : Γιούπνους μου πολύ λαφρός ε' (Ο ύπνος μου είναι πολύ ελαφρός ) Σίλ. -Κωστ.Σ.
3. Ελαφρόμυαλος, χαζός ό.π.τ. : Λαφρό κανείς (Ελαφρόμυαλος άνθρωπος) Ουλαγ. -Κεσ. Τίν ντου γκιαλαdζεύεις βρέ λιαφρό; (Τι του λές βρέ ελαφρόμυαλε;) Μισθ. -Κοτσαν. Ατό είνι λα̈φρό, ντου μελό τ' ντε κόβ' (Αυτή είναι ελαφρόμυαλη, το μυαλό της δεν κόβει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αβανάκος
4. Λιγότερο σημαντικός, μη επίσημος Ανακ., Μισθ. : Έχομε λαφρύ γιορτή (Έχουμε λιγότερο σημαντική γιορτή) Ανακ. -Κωστ.Α. Αντίθ βαρύς