λαστίκι
(ουσ. ουδ.)
λαστίκι
[laˈstici]
Φάρασ.
λαστίκ'
[laˈstik]
Μισθ., Τροχ.
λαστίχ'
[laˈstix]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. elastik και lastik = α) λάστιχο β) διαλεκτ., σφεντόνα < γαλλ. elastique < ελλ. ἐλαστικός.
Λάστιχο
ό.π.τ.
:
Τάβρα δου λαστίκ' απ' του πλευρό
(Τράβα το λάστιχο από το πλάι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Καύιξαμ' λαστίχια ιμείς
(Καίγαμε λάστιχα αυτοκινήτων εμείς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑ατλάνdισεν το λαστίκ’ ασ’ σο τρακτέρ
(Έσκασε το λάστιχο του τρακτέρ)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
β.
Συνεκδ., λαστιχένια σφεντόνα
Μισθ.
:
Σ̑άνιξαμ' λαστίκια, ούτσα κλώιξαμ', κυνήγιζαμ' πουλιά
(Φτιάχναμε λαστιχένιες σφεντόνες, έτσι τριγυρίζαμε, κυνηγούσαμε πουλιά
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.