λάπος
(ουσ. ουδ.)
λάπος
[ˈlapos]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
λάπους
[ˈlapus]
Μαλακ., Μισθ.
Πιθ. απευθείας από το αρμεν. lap’ = τροφή βρεφών ή ζώων σε μορφή πολτού (Dankoff 1995: 53), πβ. λαπάς < τουρκ. lapa. Εσφαλμένη η ετυμολ. του Αλεκτορίδη (1883α: 498) και του Αρχέλαου (1899: 249) από το αρχ. ουσ. λοπάς, και του Ρίζου (1879: 96) από το αρχ. λάπη = μύξα, φλέγμα.
Πβ.
λαπάς
1. Γλύκισμα από αλεύρι και μούστο ή πετιμέζι, μουσταλευριά
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
:
|| Φρ.
Έχουμ' το σ̑υλό και λάπος
(Έχουμε χυλό και λάπος˙ λέμε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια· επειδή ο χυλός και το λάπος ήταν παρόμοια φαγητά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κοφτάρι, κοφτί, μαλέζι, Πβ.
μπουλαμάτσι, Συνών.
παντουρμά
β.
Κρέμα, γάλα με αλεύρι και ζάχαρη
Μισθ.
:
Λάπους λέν ντου μαύρου λάπους, του καμμένου ντου αλεύιρ
(Λάπος λένε το μαύρο λάπος, το καμμένο το αλεύρι
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντα φαϊάαα τι 'δαν; Χερσάς, κυλινdήρια, λάπους
(Τα φαγιά τι ήταν; Πληγούρι, γιουβαρλάκια, κρέμα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
γ.
Φαγητό με χυλό, χτυπημένα αβγά και περιχυμένο με βραστό βούτυρο
Μισθ.
2. Πολτός
Μαλακ.